- μελάς
- οέμπορος ή παραγωγός μελιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλας — μέλᾱς , μέλας black masc nom sg μέλᾱς , μέλη fem acc pl μέλᾱς , μέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… … Dictionary of Greek
Άνω Μελάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορεστίων … Dictionary of Greek
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)